πρωτοκόμης

πρωτοκόμης
ὁ, Α
αυτός που διατηρεί μακριά κυματίζουσα κόμη, ακερσεκόμης*, ακούρευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -κόμης (< κόμη), πρβλ. ακερσε-κόμης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτοκόμης — with unshorn locks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • COMITES — dicti sunt, qui florente Republ. Romana publici negotii causâ, Proconsules et Praesides, in provincias euntes, comitabantur. Cicer. Act. 4. in Verr. In Imperio Comites olim vocabant, quotquot e Comitatu Principis erant: Comitatum vero ipsam Aulam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Δαμαλάς — I Αριστοκρατική οικογένεια της Χίου που άκμασε τον 13ο 14o αι. και συγγένευε με την οικογένεια Ζαχαρία που κατείχε τότε το νησί. Ένα μέλος της οικογένειας συμμετείχε στην πενταμελή διοικητική επιτροπή που συγκροτήθηκε το 1329 μετά την κατάληψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”